θεοδώρητος

θεοδώρητος
θεοδώρητος , -η, -ο
дарованный Богом:

θεοδώρητα χαρίσματα — дарованные Богом таланты


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεοδώρητος" в других словарях:

  • Θεοδώρητος — given by God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδώρητος — given by God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρητος Κύρου — (Αντιόχεια, Συρία 393; – Κύρος, Συρία 466;). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Έγινε επίσκοπος Κύρου Συρίας (423) παρά τη θέλησή του και διακρίθηκε για τους αγώνες του κατά της διδασκαλίας του Απολλινάριου. Ήταν φίλος του Νεστόριου, του οποίου την… …   Dictionary of Greek

  • θεοδώρητον — θεοδώρητος given by God masc/fem acc sg θεοδώρητος given by God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδωρήτοις — Θεοδώρητος given by God masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδωρήτοις — θεοδώρητος given by God masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδωρήτου — Θεοδώρητος given by God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδωρήτου — θεοδώρητος given by God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοδωρήτους — Θεοδώρητος given by God masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδωρήτους — θεοδώρητος given by God masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»